- χαμιτο-σημιτικές γλώσσες
- Η γλωσσική αυτή οικογένεια περιλαμβάνει 4 γλωσσικές ομάδες: τη σημιτική, την αιγυπτιακή, τη λιβυκο-βερβερική και την κουχιτική. Από τις ομάδες αυτές οι 3 τελευταίες δηλώνονται συνήθως με την κοινή ονομασία χαμιτικές γλώσσες. Αν και, αντίθετα από ό,τι συμβαίνει με τις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, δεν έχουμε στη διάθεσή μας μια ανάλογη συγκριτική γραμματική των χαμιτο-σημιτικών γλωσσών, οι σαφείς αντιστοιχίες των σημασιολογικών - σημαντολογικών και των μορφολογικών στοιχείων και η στενή συγγένεια των φωνητικών συστημάτων, που παρουσιάζουν οι γλώσσες αυτές, κάνουν βάσιμη την υπόθεση ότι όλες τους προέρχονται από μια παλιά κοινή γλώσσα που δεν μας είναι γνωστή από γραπτά μνημεία. Επειδή τα πρώτα γραπτά σημιτικά και αιγυπτιακά κείμενα ανέρχονται στην 4η χιλιετία π.Χ., η ύπαρξη μιας τέτοιας κοινής χαμιτο-σημιτικής γλώσσας, όπως την υποθέτουμε, πρέπει κατ’ ανάγκη να τοποθετηθεί σε μια προγενέστερη εποχή, ίσως στην 5η χιλιετία. Από το άλλο μέρος πολλά γλωσσικά στοιχεία κοινά στις ποικίλες χαμιτο-σημιτικές γλώσσες είναι το αποτέλεσμα παράλληλων εξελίξεων. Συχνά οι μελετητές θέλησαν να επισημάνουν σχέσεις συγγένειας μεταξύ της χαμιτο-σημιτικής και άλλων γλωσσικών ομάδων, ιδίως με τις γλώσσες της αφρικανικής ηπείρου. Μεταξύ του 1864 και του 1867, π.χ., ο Άσκολι έγραψε μερικές μελέτες προσπαθώντας να αποδείξει την ύπαρξη ενός παλιού συνδέσμου μεταξύ ινδοευρωπαϊκών και σημιτικών γλωσσών. Όμως, παρά τις μελέτες αυτές καθώς και άλλες, στη σημερινή κατάσταση των γνώσεών μας η χαμιτο-σημιτική γλωσσική ομάδα πρέπει να θεωρείται ως χωριστή από τις άλλες γλωσσικές οικογένειες του κόσμου. Ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά του φωνητικού συστήματος των χαμιτο-σημιτικών γλωσσών είναι η υπεροχή των συμφώνων σε σχέση με τα φωνήεντα. Το χαρακτηριστικό αυτό φανερώνει τη σημασία του κυρίως στους διάφορους τύπους γραφής που επινοήθηκαν για τη γραπτή απόδοση των γλωσσών αυτών: οι τρόποι αυτοί γραφής πραγματικά αποδίδουν συνήθως μόνο τα σύμφωνα. Βάση των χαμιτο-σημιτικών λέξεων είναι η ρίζα τους, η οποία στις περισσότερες περιπτώσεις αποτελείται από 3 σύμφωνα (τρισυμφωνισμός). Από τις ρίζες αυτές, με την εισαγωγή φωνηέντων ανάμεσα στα σύμφωνα και την προσθήκη προθημάτων ή επιθημάτων, σχηματίζονται οι διάφορες λέξεις. σημιτική ομάδα. Διαιρείται γενικά σε ανατολική και δυτική σημιτική. Η ανατολική περιλαμβάνει την ακκαδική και την ουγκαριτική. Η ακκαδική, που την ονομάζουν σπανιότερα ασσυρο-βαβυλωνιακή, είναι η γλώσσα που μιλούσαν παλιά οι σημιτικοί λαοί που κατείχαν τη χώρα όπου άνθησε ο σουμερικός πολιτισμός. Παρά τις ποικίλες γλωσσικές φάσεις της, η ακκαδική, η οποία στις περιόδους της μεγαλύτερης λάμψης της χρησιμοποιήθηκε –ιδιαίτερα ως διπλωματική γλώσσα– ακόμα και έξω από τα σύνορα της ασσυρο-βαβυλωνιακής αυτοκρατορίας, παρουσιάζει ουσιαστικά ενιαία μορφή. Μετά την πτώση της Βαβυλώνας, η γλώσσα αυτή διατηρήθηκε αποκλειστικά και μόνο ως λόγια και θρησκευτική γλώσσα και ίσως χρησιμοποιήθηκε με τον τρόπο αυτό μέχρι τις αρχές της χριστιανικής εποχής. Το σύστημα γραφής της ακκαδικής, στην οποία γράφτηκε μια πλούσια λογοτεχνία που σώθηκε μέχρι σήμερα (μυθολογικά ποιήματα, νομικά κείμενα, ιστορικά χρονικά κλπ.) και την οποία κληρονόμησαν ύστερα οι Σουμέριοι, ονομάζεται σφηνοειδής, εξαιτίας του χαρακτηριστικού σχήματος των γραμμάτων της. Συγγενική προς την ακκαδική, αλλά ανεξάρτητη από αυτή, θεωρείται από πολλούς μελετητές η ουγκαριτική. Η γλώσσα αυτή μαρτυρείται σε μια σειρά από πινακίδες από οπτή γη, γραμμένες με σφηνοειδείς χαρακτήρες, που αποκαλύφτηκαν σε μια σειρά ανασκαφών (από το 1928) ανάμεσα στα ερείπια της αρχαίας πόλης Ουγκαρίτ. Η δυτική σημιτική υποδιαιρείται στον βόρειο κλάδο (χαναναϊκή και αραμαϊκή) και στον νότιο (αραβική, νοτιοαραβική και αιθιοπική). Οι δύο κυριότερες χαναναϊκές γλώσσες είναι η φοινικική, μαρτυρημένη σε πολυάριθμες επιγραφές, και η εβραϊκή, γνωστή για πρώτη φορά από επιγραφές που ανάγονται γύρω στον 9o αι. π.Χ., καθώς και από τη χειρόγραφη παράδοση της Π. Διαθήκης, της οποίας το παλαιότερο μέρος συνετέθη προφανώς γύρω στο 1000 π.Χ. Η φοινικική διάλεκτος, που μιλούσαν οι Καρχηδόνιοι και που ονομάζεται γι’ αυτό καρχηδονιακή, διατηρήθηκε μέχρι τον 4o αι. μ.Χ., ίσως και μέχρι τον 7o αι. Η εβραϊκή αντίθετα υποχώρησε στην αραμαϊκή γύρω στον 2o αι. π.Χ., αλλά διατηρήθηκε στη γραπτή χρήση καθ’ όλο τον Μεσαίωνα. Ξαναχρησιμοποιήθηκε ως ζωντανή γλώσσα γύρω στα τέλη του 19ου αι. και σήμερα είναι η επίσημη γλώσσα του κράτους του Ισραήλ. Με την ονομασσία αραμαϊκή περιλαμβάνεται ένα σύνολο διαλέκτων, που για πρώτη φορά μαρτυρούνται σε επιγραφές του 8ου αι. π.Χ. Είναι συγγενικές μεταξύ τους ως προς τα γραμματικά και λεξιλογικά χαρακτηριστικά, δηλώνονται όμως με διαφορετική ονομασία η καθεμία, εξαιτίας των διαφορών που τις χωρίζουν χρονικά και τοπικά, και του διαφορετικού τύπου θρησκείας και πολιτισμού των φορέων τους: η ποικιλία στη γραφή τους αντανακλά το πλήθος αυτό των αυτόνομων εξελίξεων. Αν και δεν υπήρξε αραμαϊκό κράτος, η αραμαϊκή γλώσσα γνώρισε τεράστια διάδοση στους αιώνες που προηγήθηκαν από την εποχή του Χριστού: επεκτάθηκε στη Συρία και σε μεγάλες ζώνες της Ασίας, έγινε ο αντίπαλος της ελληνικής και αντικατέστησε πολλές άλλες γλώσσες, μεταξύ των οποίων την εβραϊκή και την ακκαδική. Επί 1.000 χρόνια (περίπου 300 π.Χ. - γύρω στα 650 μ.Χ.) η αραμαϊκή κυριάρχησε στη Μεγάλη Ανατολή, ασκώντας αξιοσημείωτη επίδραση στα ασιατικά συστήματα γραφής. Ύστερα την αντικατέστησε η αραβική και σήμερα μόνο περίπου 200.000 άτομα τη μιλούν σε εδάφη που απέχουν πολύ το ένα από το άλλο. Ο νότιος κλάδος της δυτικής σημιτικής είχε ως αρχαία γλωσσική περιοχή του την Αραβία και μαζί με αυτήν το τμήμα της Αφρικής που κατείχαν ως αποικία τους οι Άραβες. Στην Αραβία πρέπει να ξεχωρίζουμε τις περιοχές που μιλούσαν την αραβική από εκείνες στις οποίες μιλούσαν τη νοτιοαραβική. Η αρχαία ή λογοτεχνική αραβική είναι μία από τις σημαντικότερες γλώσσες του κόσμου. Εκτός από τα πρώτα γραπτά της μνημεία, που ανάγονται στο 328 π.Χ., άνθησε μεταξύ 6ου και 7ου αι. μ.Χ. μαζί με την προϊσλαμική ποίηση (που είναι ένα ενδιαφέρον παράδειγμα λογοτεχνικής προφορικής μόνο γλώσσας) και τη γλώσσα του Κορανίου. Σε αυτή τη γλώσσα, που η επέκταση του ισλαμισμού διέδωσε και έξω από τις αραβόφωνες χώρες, γράφτηκαν αναρίθμητα έργα (σχόλια στο Κοράνιο, ποιήματα, επιστημονικά συγγράμματα κλπ.). Η κλασική αραβική έχει μόνο 3 φωνηεντικές χροιές (a, i, u) με μακρά ή βραχεία διάρκεια. Εκτός αυτού διακρίνεται από τη διαλεκτική αραβική με ένα κλιτικό σύστημα με 3 πτώσεις, που διακρίνονται από τις διαφορετικές φωνηεντικές χροιές. Αντίθετα προς την κλασική, η διαλεκτική αραβική έχει πολύ πλουσιότερο φωνηεντικό σύστημα και απλούστερη σύνταξη· έχει επίσης περιορίσει την κλίση των ονομάτων, αναπτύσσοντας σε αντιστάθμισμα τη χρήση των μορίων. Η λαϊκή ή νέα αραβική, που τη μιλούν πάνω από 50.000.000 άνθρωποι σε μια έκταση περίπου 14.000.000 τ. χλμ., στερείτει σχεδόν εντελώς αρχαίων γραπτών μαρτυριών· στις περισσότερες περιπτώσεις οι Ευρωπαίοι μελετητές άρχισαν να τη μελετούν από τον 19o αι. Αν και κάθε νομαδική φυλή (Βεδουίνοι) και κάθε χωριό χωρικών (Φελλάχοι) παρουσιάζουν ιδιαίτερη διαλεκτική παραλλαγή, προσδιορίζοντας κατά τον τρόπο αυτόν πάρα πολλές εσωτερικές διαιρέσεις της ομιλούμενης αραβικής, οι Άραβες, που ανήκουν σε διαφορετικές διαλεκτικές ζώνες, χάρη στη βασική ενότητα της γλώσσας, κατορθώνουν πάντοτε να συνεννοούνται μεταξύ τους. Η νοτιοαραβική που, όπως και η αραβική, ανήκει στον νότιο κλάδο της δυτικής σημιτικής, μαρτυρείται γραπτά, στην αρχαιότερη φάση της, σε ένα σύνολο επιγραφών από τον 9o μέχρι τον 6o αι. π.Χ. Το λεξιλόγιό της, όχι αρκετά γνωστό αφού το περιεχόμενο των επιγραφών είναι μικρό και μονότονο, ήταν όμως πολύ διαφορετικό από το αραβικό. Στην εποχή μας οι νοτιοαραβικές διάλεκτοι, που ξεχωρίζουν και από την αραβική και από την αιθιοπική, προφέρονται, αλλά δεν γράφονται, κατά μήκος της νότιας ακτής της Αραβίας και στο νησί Σοκότρα. Το τρίτο και τελευταίο γλωσσικό σύνολο, που ανήκει στον νότιο κλάδο της δυτικής σημιτικής, είναι το αιθιοπικό· περιλαμβάνει μια ομάδα από γλώσσες που τις μιλούν στην ανατολική ακτή της Αφρικής (Αιθιοπία) και που δεν έχουν ακόμα απόλυτα ταξινομηθεί. Οι πρώτες επιγραφές τους που γνωρίζουμε ανάγονται στον 4o αι. π.Χ. και είναι γραμμένες στην αρχαία αιθιοπική (ή γκεζική) που επιζεί έως σήμερα ως γλώσσα της παιδείας και της εκκλησιαστικής λειτουργίας. Η γλώσσα αυτή είχε χρησιμοποιηθεί σε ποικίλα λογοτεχνικά έργα. Οι σημαντικότερες νεότερες γλωσσικές ομάδες είναι: η τιγρική, η τιγρινική και η αμχαρική. Η τελευταία, που τη μιλούν στο μεγαλύτερο μέρος του αιθιοπικού υψιπέδου, επεκτείνεται όλο και περισσότερο: είναι η γλώσσα του τύπου και της διοίκησης και χρησιμοποιείται για τη διδασκαλία της γκεζικής και άλλης θρησκευτικής ύλης. αιγυπτιακή. Μπορεί να θεωρηθεί ως η γλώσσα που παρουσιάζει τη μακρότερη χρονική εξέλιξη στο ίδιο πάντα έδαφος. Οι πρώτες γραπτές μαρτυρίες της είναι οι ιερογλυφικές επιγραφές που εμφανίζονται από το 4000 π.Χ. Η γλώσσα αυτή επέζησε μέχρι τις ημέρες μας στην κοπτική, γλώσσα της χριστιανικής εκκλησιαστικής λειτουργίας της Αιγύπτου. λιβυκο-βερβερική. Η λιβυκή, αν και δεν έχει ακόμα ερμηνευτεί κατά πλήρη και ασφαλή τρόπο, μπορεί να θεωρηθεί ως μια αρχαία φάση της βερβερικής. Μαρτυρείται σε περίπου 1.000 επιγραφές που ανάγονται, σχεδόν βέβαια, στην εποχή της ρωμαιοκρατίας. Σήμερα αντιπροσωπεύεται από το σύνολο των βερβερικών διαλέκτων που, ενώ ουσιαστικά είναι ενιαίο και συναφές από γραμματική και λεξιλογική άποψη, παρουσιάζει όμως φωνητικές διαφορές από διάλεκτο σε διάλεκτο. Σήμερα η βερβερική ομιλείται από 4.000.000 άτομα και αντιστέκεται στην επίδραση της αραβικής. Από τις ποικιλίες της είναι η γλώσσα των Τουαρέγκ, που τη μιλούν στη νότια Σαχάρα, και η καβυλική, που τη μιλούν στο ορεινό έδαφος ανατολικά από την πόλη του Αλγερίου, στα διαμερίσματα Αλγερίου και Κωνσταντίνης. κουχιτική. Οι κουχιτικές γλώσσες ομιλούνται σχεδόν σε όλο το ανατολικό τμήμα της Αφρικής. Οι γλώσσες που χρησιμοποιούνται στα εδάφη των ακτών της Ερυθράς θάλασσας και του Ινδικού ωκεανού (Μπέτζα, Σάχο και Αφάρ, Σομαλία) είναι από μορφολογική άποψη οι πλέον συγγενείς στη σημιτική και στη βερβερική. Εκείνες που ομιλούνται στις ψηλότερες περιοχές (αγκάβ και γλώσσες της νοτιοανατολικής περιοχής) παρουσιάζουν μεγαλύτερες διαφορές ως προς τη σημιτική.
Dictionary of Greek. 2013.